Μέθοδοι ανίχνευσης του Ιού του Ανθρώπινου Θηλώματος
Ένας αριθμός μεθόδων έχουν αναπτυχθεί για την ανίχνευση της λοίμωξης από HPV. Οι μέθοδοι αυτοί διαφέρουν ως προς την ευαισθησία και την ικανότητά τους να αναγνωρίζουν συγκεκριμένους τύπους HPV. Έτσι, κάποιες είναι κατάλληλες για χρήση στην καθημερινή κλινική πράξη (π.χ. κολποσκόπηση, κυτταρολογία), ενώ κάποιοι άλλοι (π.χ. ανοσοκυτταροχημικές-ιστοχημικές μεθόδους, DNA υβριδισμός) έχουν σημαντική θέση στον προληπτικό έλεγχο και την έρευνα.
Οι μέθοδοι, οι χρήσεις τους και οι περιορισμοί τους συζητιούνται παρακάτω.
Μέθοδοι ανίχνευσης της λοίμωξης του Ιού του Ανθρώπινου Θηλώματος
- Εξέταση του δέρματος ή άλλου ιστού με γυμνό μάτι.
- Εικόνες (σε μεγέθυνση) του δέρματος ή της βλεννώδους μεμβράνης του γεννητικού σωλήνα χρησιμοποιώντας κολποσκόπιο.
- Μορφολογικές μελέτες ιστολογικών τομών ή κολποτραχηλικών επιχρισμάτων
- Ανοσοκυτταροχημικές χρώσεις των ιστολογικών ή κυτταρολογικών δειγμάτων.
- Ηλεκτρονική μικροσκόπηση των κονδυλωματωδών αλλοιώσεων
- DNA υβριδισμός χρησιμοποιώντας PCR ή Hybrid Capture 2.
|
Κλασσικά, οι HPV παράγουν καλοήθεις κονδυλωματώδεις αλλοιώσεις του πλακώδους επιθηλίου οι οποίες μπορούν να αναγνωριστούν μακροσκοπικά με γυμνό μάτι. Οι πιο κοινές θέσεις για αυτές τις εξωφυτικές αλλοιώσεις είναι το δέρμα (συνήθως το χέρι) και τα εξωτερικά γεννητικά όργανα. Αυτές οι αλλοιώσεις είναι εξαιρετικά μολυσματικές αλλά είναι αυτοπεριοριζόμενες και συχνά υποχωρούν χωρίς θεραπεία.
Η κολποσκόπηση επιτρέπει την ανίχνευση των υποκλινικών λοιμώξεων οι οποίες δεν είναι ορατές με γυμνό μάτι. Μετά από την εξωτερική επάλειψη του ακετικού οξέος ο τράχηλος λαμβάνει μία γυαλιστερή άσπρη εμφάνιση με ανώμαλο περίγραμμα και δορυφόρες αλλοιώσεις μπορεί να φανούν. Εάν δεν υπάρχουν κονδυλωματώδεις αλλοιώσεις, η εμφάνιση του προβληματικού επιθηλίου μπορεί να είναι δύσκολο να διαφοροδιαγνωστεί από CIN.
Τα ιστολογικά δείγματα χαρακτηρίζονται από την παρουσία κοιλοκυττάρωσης, κερατινοποίησης μεμονωμένων κυττάρων, παρακεράτωσης, ακάνθωσης, και πολυπυρήνωσης
Αυτές οι αλλαγές παρατηρούνται στα κυτταρολογικά επιχρίσματα. Εντούτοις ούτε η κολποσκόπηση, η ιστολογία και η κυτταρολογία, ούτε η ανοσολογική χρώση επιτρέπουν την τυποποίηση του HPV ή την ανίχνευση της ενσωμάτωσης του ιού και δεν αποκαλύπτουν λανθάνουσες λοιμώξεις.
Το ηλεκτρονικό μικροσκόπιο μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να επιδείξει τα σωματίδια του ιού σε υλικό ψήκτρας από εξωφυτικά κονδυλώματα. Η μέθοδος χρησιμοποιείται πολύ σπάνια, καθώς ακέραια σωματίδια του ιού συνήθως δεν ανευρίσκονται.
H DNA ανάλυση έχει γίνει η μέθοδος επιλογής εξαιτίας των περιορισμών των άλλων διαγνωστικών μεθόδων. Οι πιο ικανοποιητικές εξετάσεις για HPV ανιχνεύουν το DNA του ιού. Επειδή όλοι οι τύποι των HPV έχουν στενή συγγένεια, γίνονται αναλύσεις που στοχεύουν σε συγκεκριμένες περιοχές του γεννητικού υλικού για να γίνει διαχωρισμός μεταξύ των διαφόρων τύπων HPV. Η εξέταση Hybrid Capture παρέχει το προφίλ ενός αριθμού διαφορετικών τύπων HPV, οι οποίοι τότε μπορούν να αναλυθούν περαιτέρω χρησιμοποιώντας την αλυσιδωτή αντίδραση πολυμεράσης (PCR). Η PCR χρησιμοποιείται για να αναγνωρίζει ειδικούς τύπους HPV. H Hybrid Capture 2 (Digene Diagnostics, Gaithersburg, MD, USA) έχει πρόσφατα εγκριθεί από την Αμερικανική Εταιρία Διατροφής και Φαρμάκων [American Food and Drug Agency(FDA)], ως βοήθημα στον κυτταρολογικό προληπτικό έλεγχο γυναικών ηλικίας 30 ετών και πάνω. Είναι γενικά παραδεκτό ότι η PCR και HC2, μαζί, ανιχνεύουν αξιόπιστα τους υψηλού κινδύνου και άλλους τύπους HPV σε κλινικά δείγματα.
(For further reading see Denny LA and Wright TC in Best Practice and Research in Clinical Obstetrics and Gynaecology2005 vol 19,no4,pp501-505 Also available on line at http://www.sciencedirect.com ).