Ο κολεός
Ο κολεός είναι ένας ινομυώδης σωλήνας που έχει μήκος περίπου 7 εκατοστά και εκτείνεται από τον πρόδρομο μέχρι τον τράχηλο. Έτσι επικοινωνεί με το σώμα της μήτρας δια του ενδοτραχήλου και προς τα κάτω με το εξωτερικό περιβάλλον. Έχει την ικανότητα αξιοσημείωτης διάτασης και επιμήκυνσης κατά τον τοκετό. Ο κόλπος σχηματίζει αναδίπλωση γύρω από τα κάτω δύο τρίτα του τραχήλου και σχηματίζει την πρόσθια, οπίσθια και τις πλευρικές καμάρες του κολεού. Ο κολεός καλύπτεται από πολύστιβο μη κερατινοποιούμενο πλακώδες επιθήλιο του οποίου το πάχος και η δομή ποικίλει στις διάφορες ηλικίες. Στην προεφηβική ηλικία καθώς και στην μετεμμηνοπαυσιακή γυναίκα το επιθήλιο είναι λεπτό και αποτελείται από την βασική στιβάδα και μερικές στιβάδες παραβασικών κυττάρων. Αυτό το λεπτό ατροφικό επιθήλιο είναι ευάλωτο σε μολύνσεις και συχνά παρουσιάζει τις εκφυλιστικές και φλεγμονώδεις αλλοιώσεις της μη-ειδικής κολπίτιδας.
Κατά την αναπαραγωγική ηλικία το επιθήλιο του κολεού αντικατοπτρίζει τις αλλαγές του ορμονικού κύκλου και την αυξημένη μιτωτική δραστηριότητα της βασικής στιβάδας. Κάτω από την επίδραση των οιστρογόνων στην παραγωγική φάση του κύκλου, το επιθήλιο γίνεται παχύτερο και είναι πολύστιβο. Τα ώριμα επιθηλιακά κύτταρα στην επιφάνεια είναι μεγάλα, επίπεδα, γωνιώδη, και έχουν μικρό πυκνωτικό πυρήνα (< 4 u). Κατά την εκκριτική φάση του κύκλου, οι διάμεσες στιβάδες του επιθηλίου γίνονται παχύτερες και τα κύτταρα γεμίζουν με γλυκογόνο.
Διάλυση του γλυκογόνου από τον λακτοβάκιλλο, που είναι παράσιτο του κόλπου έχει ως αποτέλεσμα την παραγωγή όξινου pH στον κόλπο, το οποίο εμποδίζει την μόλυνση από βακτήρια και μύκητες όπως η candida albicans.
Ορμονική κυτταρολογία: Το πλακώδες επιθήλιο του κόλπου είναι πολύ πιο ευαίσθητος αποδέκτης των ορμονικών αλλαγών απ’ ότι είναι το πλακώδες επιθήλιο του τραχήλου της μήτρας. Ως αποτέλεσμα, τα κυτταρολογικά επιχρίσματα από το τοίχωμα του κόλπου μπορεί να γίνουν χρήσιμος οδηγός της ορμονικής κατάστασης της ασθενούς. Οι αλλαγές στο επίχρισμα κατά την διάρκεια του κύκλου εμμήνου ροής μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως τραχύς οδηγός για την ωορρηξία. Επίσης η κυτταρολογική εικόνα του επιχρίσματος μετά τον τοκετό και μετά την εμμηνόπαυση είναι τυπική. Εντούτοις, υπάρχουν περιορισμοί που μετριάζουν την χρησιμότητα της ορμονικής κυτταρολογίας στην κλινική πράξη.
Η τοποθέτηση της ορμονικής κυτταρολογίας στην κλινική πράξη |
- Προτείνεται ήπιο ξύσιμο από το ανώτερο τριτημόριο του κολπικού τοιχώματος, καθώς αυτό το τμήμα του κολεού προέρχεται εμβρυολογικά από τον πόρο του Muller και για αυτό είναι το πιο ευαίσθητο ορμονικά τμήμα του κολεού. Ακόμη και σε αυτήν την περίπτωση, η χαρακτηριστική εικόνα του επιχρίσματος αναπτύσσεται αρκετές μέρες μετά την έκθεση στα οιστρογόνα ή την προγεστερόνη.
- Αν και το επιθήλιο του κολεού είναι περισσότερο ευαίσθητο στα οιστρογόνα και την προγεστερόνη, το επιθήλιο επίσης ανταποκρίνεται και στην δράση άλλων ορμονών, όπως στα ανδρογόνα, τα κορτικοστεροειδή και την θυροξίνη. Επίσης αντιδρά στην δακτυλίτιδα, την αντικαρκινική θεραπεία, τα αντισυλληπτικά χάπια και στην ορμονική θεραπεία αντικατάστασης (HRT). Έτσι το πλήρες ιατρικό ιστορικό καθώς το ιστορικό της εμμήνου ροής και της έκθεσης σε εξωγενή οιστρογόνα π.χ. από κρέμες προσώπου, πρέπει να είναι γνωστά πριν την έκδοση κυτταρολογικής αναφοράς.
- Χρόνια φλεγμονή και μόλυνση μπορεί να οδηγήσουν σε υπερπλασία του επιθηλίου. Για παράδειγμα, η μόλυνση από Τριχομονάδα του κόλπου τυπικά συνδυάζεται με ώριμο, υπερπλαστικό επιθήλιο. Υπερκεράτωση μπορεί να παρατηρηθεί σε πρόπτωση του τραχήλου της μήτρας μέσα στον κολεό. Έτσι τα επιχρίσματα τα οποία εμφανίζουν ενδείξεις φλεγμονής, αλλοιώσεις από ακτινοθεραπεία, υπερκεράτωση ή ειδική φλεγμονή είναι ακατάλληλα για ορμονική αξιολόγηση.
- Τα τραχηλικά επιχρίσματα δεν θα πρέπει να χρησιμοποιούνται για ορμονικούς υπολογισμούς, καθώς η μεταπλασία και οι αλλοιώσεις από φλεγμονή μπορεί να αποπροσανατολίσουν τον εξεταστή.
- Στο παρελθόν, έγιναν ισχυρισμοί κατά τους οποίους η ορμονική κυτταρολογία μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για να προβλέψει αυτόματη αποβολή ή την διάρκεια της εγκυμοσύνης, αλλά αυτοί οι ισχυρισμοί δεν τεκμηριώθηκαν και η αξιόπιστη διάγνωση αυτών των καταστάσεων στηρίζεται σε βιοχημικές μεθόδους ή απεικόνιση. Αλληλοδιάδοχα επιχρίσματα πρέπει να ληφθούν εάν η ορμονική κυτταρολογία πρόκειται να χρησιμοποιηθεί για να προσδιορίσει ωορρηξία.
|
Το ώριμο πλακώδες επιθήλιο του κόλπου αποτελείται από 18-20 στίχους επιθηλιακών κυττάρων. Για λόγους διευκόλυνσης διαιρείται σε τρείς στιβάδες:
- την επιπολής στιβάδα
- την διάμεση στιβάδα (των διάμεσων και των παραβασικών κυττάρων)
- την βασική στιβάδα ( των βλαστικών και των βασικών κυττάρων)
Κάτω από την επίδραση των οιστρογόνων, το πλακώδες επιθήλιο του κόλπου αναπτύσσεται πλήρως και οι ανώτερες στιβάδες αποτελούνται από μεγάλα (30-40 um διάμετρο), γωνιώδη πλακώδη κύτταρα με πυκνωτικό πυρήνα (2-3 um διάμετρο). Αυτά είναι τα κύτταρα που κυριαρχούν σε επιχρίσματα των οποίων η λήψη έχει γίνει στην μέση του κύκλου της εμμήνου ροής.
Κάτω από την επίδραση της προγεστερόνης το επιθήλιο γίνεται παχύτερο, αλλά η ανάπτυξη περιορίζεται στα κύτταρα της διάμεσης στιβάδας. Τα επιχρίσματα αποτελούνται από μεγάλα, γεμάτα γλυκογόνο κύτταρα, που έχουν σκαφοειδές σχήμα (20-30 um διάμετρο), με άφθονο βασεόφιλο κυτταρόπλασμα. Ο πυρήνας τους είναι φυσαλιδώδης και έχουν λεπτό δίκτυο χρωματίνης. Αυτά τα κύτταρα ονομάζονται σκαφοειδή κύτταρα (navicular cells) και επικρατούν στο δεύτερο ήμισυ του κύκλου. Όταν παρατείνεται η έκκριση της προγεστερόνης (όπως στην εγκυμοσύνη) τα σκαφοειδή κύτταρα αποκτούν πυκνωτικό περίγραμμα, και σχηματίζουν ομάδες στο επίχρισμα. Οι λακτοβάκιλλοι καταβολίζουν τα κύτταρα για το γλυκογόνο τους. Ως αποτέλεσμα γυμνοί πυρήνες και θραύσματα κυτταροπλάσματος σχηματίζουν το υπόστρωμα του επιχρίσματος.
Σε απουσία ορμονικής έκκρισης π.χ. στην εφηβεία, στην λοχεία ή μετά την εμμηνόπαυση, το κολπικό επιθήλιο λεπταίνει και αποτελείται μόνο από λίγες στιβάδες. Μετά την εμμηνόπαυση τα επιχρίσματα αντανακλούν την ατροφία του κόλπου και αποτελούνται από μικρά (10 um), στρογγυλά κι εύθραυστα παραβασικά κύτταρα. Τα κύτταρα βρίσκονται μεμονωμένα ή σε μεγάλες ομάδες. Συχνά έχουν μεγάλο ανοιχτόχρωμο πυρήνα που καταλαμβάνει περίπου το 1/3 του κυττάρου και λεπτό βασεόφιλο κυτταρόπλασμα. Ο πυρήνας μπορεί να είναι πυκνωτικός ή να εμφανίζει καρυορρηξία. Στοιχεία φλεγμονής συχνά υπάρχουν. Στα επιχρίσματα της γαλουχίας ή της λοχείας τα παραβασικά κύτταρα είναι τυπικά γεμάτα γλυκογόνο. Παρόμοια εικόνα μπορεί να υπάρχει στα επιχρίσματα όταν συνυπάρχουν αρρενοβλαστώματα της ωοθήκης ή γίνεται εξωγενής πρόσληψη τεστοστερόνης ως τμήμα θεραπευτικής αγωγής για σκληρυντικό λειχήνα.
Είναι ενδιαφέρον ότι κολπικό επίχρισμα από νεογέννητο μπορεί να εμφανίσει επιθηλιακή ωρίμανση που αντανακλά την διαπλακουντική μεταφορά ορμονών της μητέρας στην μήτρα, αλλά οι αλλαγές αυτές είναι παροδικές και η ατροφική εικόνα επέρχεται.